„γελοιογραφώ“: μεταβατικό ρήμα γελοιογραφώ [jelioɣraˈfo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) karikieren karikieren γελοιογραφώ γελοιογραφώ