„γδύσιμο“: ουδέτερο γδύσιμο [ɣˈðisimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ausziehen Ausziehenουδέτερο | Neutrum, sächlich n γδύσιμο γδύσιμο