γδέρνω
[ˈɣðerno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-αρα; -άρθηκα; -αρμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- häuten, abhäutenγδέρνω ζώογδέρνω ζώο
- aufschürfen, aufkratzenγδέρνω προκαλώ εκδορέςγδέρνω προκαλώ εκδορές
- schröpfenγδέρνω τρώω χρήματα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφγδέρνω τρώω χρήματα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ