„γαύγισμα“: ουδέτερο γαύγισμα [ˈɣavjizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gebell Gebellουδέτερο | Neutrum, sächlich n γαύγισμα γαύγισμα