„γαϊδούρι“: ουδέτερο γαϊδούρι [ɣaiˈðuri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Esel, Rüpel Eselαρσενικό | Maskulinum, männlich m γαϊδούρι γαϊδούρι Rüpelαρσενικό | Maskulinum, männlich m γαϊδούρι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ γαϊδούρι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ