„γαυγίσματα“: πληθυντικός ουδετέρου γαυγίσματα [ɣaˈvjizmata]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gekläffe Gekläffeουδέτερο | Neutrum, sächlich n γαυγίσματα γαυγίσματα