„γατόπαρδος“: αρσενικό γατόπαρδος [ɣaˈtoparðos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gepard Gepardαρσενικό | Maskulinum, männlich m γατόπαρδος γατόπαρδος