„γαστρορραγία“: θηλυκό γαστρορραγία [ɣastroraˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Magenblutung Magenblutungθηλυκό | Femininum, weiblich f γαστρορραγία γαστρορραγία