„γαστερόστεος“: αρσενικό γαστερόστεος [ɣasteˈrosteos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stichling Stichlingαρσενικό | Maskulinum, männlich m γαστερόστεος γαστερόστεος