γαρύφαλλο
[ɣaˈrifalo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Nelkeθηλυκό | Femininum, weiblich fγαρύφαλλο άνθοςγαρύφαλλο άνθος
- Gewürznelkeθηλυκό | Femininum, weiblich fγαρύφαλλο μπαχαρικόγαρύφαλλο μπαχαρικό