γαργάρα
[ɣarˈɣara]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gurgelnουδέτερο | Neutrum, sächlich nγαργάραγαργάρα
- Gurgelmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich nγαργάρα προϊόνγαργάρα προϊόν