„γαμάω“: αμετάβατο ρήμα | μεταβατικό ρήμα γαμάω [ɣaˈmao]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i &μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γαμάω → see „γαμώ“ γαμάω → see „γαμώ“