„γαλλικός“ γαλλικός [ɣaliˈkos], γαλλική, γαλλικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) französisch französisch γαλλικός γαλλικός examples Γαλλική Γουιάναθηλυκό | Femininum, weiblich f Französisch-Guayanaουδέτερο | Neutrum, sächlich n Γαλλική Γουιάναθηλυκό | Femininum, weiblich f γαλλική μύτηθηλυκό | Femininum, weiblich f Stupsnaseθηλυκό | Femininum, weiblich f γαλλική μύτηθηλυκό | Femininum, weiblich f