„γαλακτοκομείο“: ουδέτερο γαλακτοκομείο [ɣalaktokoˈmio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Molkerei Molkereiθηλυκό | Femininum, weiblich f γαλακτοκομείο γαλακτοκομείο