„γαλαζοαίματος“ γαλαζοαίματος [ɣalazoˈematos], γαλαζοαίματη, γαλαζοαίματοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) blaublütig blaublütig γαλαζοαίματος γαλαζοαίματος