„γένι“: ουδέτερο γένι [ˈjeni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, γένια [ˈjeɲa]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bart Bartαρσενικό | Maskulinum, männlich m γένι γένι