γέμιση
[ˈjemisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Füllungθηλυκό | Femininum, weiblich fγέμιση μαξιλαριού γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστργέμιση μαξιλαριού γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ
examples
- γέμιση νουγκατίναςNugatfüllungθηλυκό | Femininum, weiblich f