γάλος
[ˈɣalos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Truthahnαρσενικό | Maskulinum, männlich mγάλος ζωολογία | ZoologieζωολPuterαρσενικό | Maskulinum, männlich mγάλος ζωολογία | Zoologieζωολγάλος ζωολογία | Zoologieζωολ