„γάλανθος“: αρσενικό γάλανθος [ˈɣalanθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schneeglöckchen Schneeglöckchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n γάλανθος γάλανθος