„βύνη“: θηλυκό βύνη [ˈvini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Malz Malzουδέτερο | Neutrum, sächlich n βύνη βοτανική | Botanikβοτ βύνη βοτανική | Botanikβοτ