„βωμολοχώ“: μεταβατικό ρήμα βωμολοχώ [vomoloˈxo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) anpöbeln anpöbeln βωμολοχώ βωμολοχώ