„βρωμόκαιρος“: αρσενικό βρωμόκαιρος [vroˈmokjeros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schmutzwetter Schmutzwetterουδέτερο | Neutrum, sächlich n βρωμόκαιρος βρωμόκαιρος