„βρυχηθμός“: αρσενικό βρυχηθμός [vriçiθˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gebrüll Gebrüllουδέτερο | Neutrum, sächlich n βρυχηθμός βρυχηθμός