„βροχερός“ βροχερός [vroçeˈros], βροχερή, βροχερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) regnerisch, verregnet regnerisch, verregnet βροχερός βροχερός examples βροχερή ημέραθηλυκό | Femininum, weiblich f Regentagαρσενικό | Maskulinum, männlich m βροχερή ημέραθηλυκό | Femininum, weiblich f βροχερός καιρόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Regenwetterουδέτερο | Neutrum, sächlich n βροχερός καιρόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m