„βρεφοκομία“: θηλυκό βρεφοκομία [vrefokoˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Säuglingspflege Säuglingspflegeθηλυκό | Femininum, weiblich f βρεφοκομία βρεφοκομία