„βραχυκυκλώνω“: μεταβατικό ρήμα βραχυκυκλώνω [vraçikjiˈklono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kurzschließen kurzschließen βραχυκυκλώνω βραχυκυκλώνω