„βραχίονας“: αρσενικό βραχίονας [vraˈçionas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Arm, Arm (Ober-)Armαρσενικό | Maskulinum, männlich m βραχίονας βραχίονας Armαρσενικό | Maskulinum, männlich m βραχίονας τεχνική | Technikτεχν βραχίονας τεχνική | Technikτεχν examples βραχίονας σύλληψης Greifarmαρσενικό | Maskulinum, männlich m βραχίονας σύλληψης