βραδύτητα
[vraˈðitita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Langsamkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fβραδύτητα αργός ρυθμόςβραδύτητα αργός ρυθμός
- Verzögerungθηλυκό | Femininum, weiblich fβραδύτητα αργοπορίαβραδύτητα αργοπορία
- Schwerfälligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fβραδύτητα έλλειψη ευστροφίαςβραδύτητα έλλειψη ευστροφίας