„βραδιάζει“: απρόσωπο ρήμα βραδιάζει [vraˈðjazi]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpers Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) es wird Abend es wird Abend βραδιάζει βραδιάζει