„βραβευθείς“: αρσενικό βραβευθείς [vravefˈθis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Preisträger Preisträgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m βραβευθείς βραβευθείς