βρέχω
[ˈvrexo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <έβρεξα; βράχηκα; βρε(γ)μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- βρέχω μουσκεύω
- befeuchten, anfeuchtenβρέχω υγραίνω, κ. χείληβρέχω υγραίνω, κ. χείλη
βρέχω
[ˈvrexo]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpers <έβρεξα; βράχηκα; βρε(γ)μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)