βουτώ
[vuˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα/-ηξα; ’-ήχτηκα; -η(γ)μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
βουτώ
[vuˈto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα/-ηξα; ’-ήχτηκα; -η(γ)μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- tauchen, eintauchen, ins Wasser springen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)βουτώ στο νερόβουτώ στο νερό
examples