„βουρτσίζω“: μεταβατικό ρήμα βουρτσίζω [vurˈtsizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bürsten (ab)bürsten βουρτσίζω βουρτσίζω