„βουνοκορφή“: θηλυκό βουνοκορφή [vunokorˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bergspitze Bergspitzeθηλυκό | Femininum, weiblich f βουνοκορφή βουνοκορφή