„βουβαμάρα“: θηλυκό βουβαμάρα [vuvaˈmara]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schweigen Schweigenουδέτερο | Neutrum, sächlich n βουβαμάρα βουβαμάρα