βοσκότοπος
[vosˈkotopos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Weidelandουδέτερο | Neutrum, sächlich nβοσκότοποςWeideplatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mβοσκότοποςβοσκότοπος