βορειοαμερικανικός
[vorioamerikaniˈkos], βορειοαμερικανική, βορειοαμερικανικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nordamerikanischβορειοαμερικανικόςβορειοαμερικανικός