βολιδοσκόπηση
[voliðoˈskopisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sondierungθηλυκό | Femininum, weiblich fβολιδοσκόπησηβολιδοσκόπηση