βολβός
[volˈvos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Knolleθηλυκό | Femininum, weiblich fβολβός φυτούBlumenzwiebelθηλυκό | Femininum, weiblich fβολβός φυτούβολβός φυτού
- Augapfelαρσενικό | Maskulinum, männlich mβολβός ματιούβολβός ματιού
examples
- βολβός τουλίπαςTulpenzwiebelθηλυκό | Femininum, weiblich f