„βολίδα“: θηλυκό βολίδα [voˈliða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lot Lotουδέτερο | Neutrum, sächlich n βολίδα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ βολίδα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ