„βοηθώ“: μεταβατικό ρήμα βοηθώ [voiˈθo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) helfen helfen (κάποιον jemandem) βοηθώ βοηθώ