„βλοσυρός“ βλοσυρός [vlosiˈros], βλοσυρή, βλοσυρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) grimmig, grausig grimmig, grausig βλοσυρός βλοσυρός