βλεννόρροια
[vleˈnoria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gonorrhöθηλυκό | Femininum, weiblich fβλεννόρροια ιατρική | MedizinιατρTripperαρσενικό | Maskulinum, männlich mβλεννόρροια ιατρική | Medizinιατρβλεννόρροια ιατρική | Medizinιατρ