βλαστημώ
[vlastiˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- fluchen (αιτιατική | Akkusativakk über+αιτιατική | +Akkusativ +akk auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)βλαστημώbeschimpfenβλαστημώβλαστημώ
- verfluchenβλαστημώ καταριέμαιβλαστημώ καταριέμαι