„βλαβερότητα“: θηλυκό βλαβερότητα [vlaveˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schädlichkeit Schädlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f βλαβερότητα βλαβερότητα