„βλέφαρο“: ουδέτερο βλέφαρο [ˈvlefaro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lid (Augen-)Lidουδέτερο | Neutrum, sächlich n βλέφαρο βλέφαρο