„βιντεοσκόπηση“: θηλυκό βιντεοσκόπηση [videoˈskopisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Videoaufnahme Videoaufnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f βιντεοσκόπηση βιντεοσκόπηση