βιβλιοφάγος
[vivlioˈfaɣos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fοικείο | umgangssprachlichοικOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bücherwurmαρσενικό | Maskulinum, männlich mβιβλιοφάγοςβιβλιοφάγος