„βιάζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα βιάζομαι [ˈvjazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich beeilen, es eilig haben, hetzen sich beeilen, es eilig haben βιάζομαι βιάζομαι hetzen βιάζομαι τρέχω βιάζομαι τρέχω examples βιάσου! beeil dich! βιάσου! μη βιάζεσαι! hetz dich nicht! μη βιάζεσαι! βιάζομαι να επιστρέψω zurückeilen βιάζομαι να επιστρέψω