„βερνικόχρωμα“: ουδέτερο βερνικόχρωμα [verniˈkoxroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lackfarbe, Glanzlack Lackfarbeθηλυκό | Femininum, weiblich f βερνικόχρωμα Glanzlackαρσενικό | Maskulinum, männlich m βερνικόχρωμα βερνικόχρωμα